- σταλιάζω
- στάλιασα και στάλιαξα, σταλιασμένος1. σταλίζω.2. μένω αναγκαστικά πολλή ώρα σε κάποιο μέρος: Κάθεται και (ξερο)σταλιάζει όλη μέρα έξω από το σπίτι της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.